πισσοκόπος

πισσοκόπος
-ον, Α
1. αυτός που αλείφει με πίσσα, που πισσώνει κάτι
2. αυτός που κάνει αποτρίχωση με επάλειψη μίγματος πίσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πισσοκοπία — και αττ. τ. πιττοκοπία και ιων. τ. πιττοκοπίη, ἠ, Α [πισσοκόπος] αποτρίχωση τής κεφαλής με πίσσωση …   Dictionary of Greek

  • πισσοκοπικός — ή, όν Α [πισσοκόπος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πισσοκοπία ή στον πισσοκόπο …   Dictionary of Greek

  • πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”